θαμβοῦμαι

θαμβοῦμαι
θαμβέω
to be astounded
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
θαμβόομαι
to be terrified
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θαμβούμαι — θαμβοῦμαι, όομαι (AM) [θαμβός] βλ. θαμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας είτε < θάμβος είτε < θαμβός] …   Dictionary of Greek

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • συνθαμβώ — έω, Α εκπλήττομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαμβοῦμαι «εκπλήττομαι» (< θάμβος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”